ξακληρώ

ξακληρώ
ξακληρῶ, -έω (Μ)
βλ. ξεκληρώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”